γουργουρητό

γουργουρητό
το
ο ήχος που παράγεται στα έντερα από τη μετακίνηση υγρών και αερίων: Από την πολλή πείνα ακούγεται το γουργουρητό των εντέρων μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γουργουρητό — το το γουργούρισμα …   Dictionary of Greek

  • γαργάρι — το κοινή ονομασία διαφόρων Εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gorgoglio «γουργουρητό» < λατ. curculio «κις, είδος σκουληκιού και εντόμου» ή gurgulio «οισοφάγος, γαργαρεών*, κις» ή πιθανώς πρόκειται για ηχομιμητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • γλουγλουκισμός — ο γουργουρητό, ήχος που παράγεται σε κοιλότητα τού σώματος από αναταραχή υγρών και αερίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. Μαρτυρείται το 1895 από τον Γεώργ. Χρ. Βάφα στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • γουργουρίζω — γουργούρισα 1. έχω γουργουρητό στα έντερά μου: Γουργούριζε η κοιλιά του γιατί είχε να φάει δυο μέρες. 2. κάνω γαργάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γουργούρισμα — το 1. το γουργουρητό των εντέρων. 2. ο ήχος της γαργάρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”